Στην βορειανατολική άκρη της πεδιάδας του Καλπακίου, κοντά στις πηγές του ποταμού Καλαμά, έχει εντοπιστεί και ανασκάπτεται από το Υπουργείο Πολιτισμού / 8η Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ηπειρωτικές αρχαιολογικές θέσεις, ιδιαίτερα σημαντική για την ιστορία της περιοχής κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, τη μεταβατική δηλαδή, περίοδο κατά την οποία η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μετασχηματίστηκε σε Βυζαντινή, από τον 4ο έως τον 7ο αιώνα μ.Χ. Η περιοχή, εκείνη την περίοδο, αποτελούσε τμήμα της ρωμαϊκής επαρχίας της Παλαιάς Ηπείρου και διοικητικά εξαρτιόταν από την πρωτεύουσα της επαρχίας, τη Νικόπολη.
Η θέση, γνωστή με την ονομασία Οπάγια, ανήκει σήμερα στο συνοικισμό Αγίου Γεωργίου Δολιανών και το κέντρο της εντοπίστηκε λίγα μέτρα νότια από τη γέφυρα του Καλαμά, σε σημείο όπου ο ποταμός χωρίζεται στα δυο και δημιουργεί μια στενή λωρίδα στεριάς, μια μικρή νησίδα ανάμεσα στις δυο κοίτες του. Αυτή ακριβώς η νησίδα αποτελεί τον πυρήνα του αρχαιολογικού χώρου και φιλοξενεί τα σημαντικότερα ευρήματα. Οι αρχαιολογικές έρευνες έχουν οδηγήσει στον εντοπισμό δύο βασιλικών, δηλαδή δυο εκκλησιών της παλαιοχριστιανικής εποχής καθώς και ενός πύργου οχύρωσης. Λείψανα διάφορων άλλων κτηρίων, άγνωστης προς το παρόν μορφής και χρήσης έχουν εντοπιστεί σε ολόκληρη την έκταση της νησίδας. Όλα τα μνημεία σώζονται σε ελάχιστο ύψος, πολλές φορές μόλις στο επίπεδο θεμελίωσης. Από την συνολική έκταση του χώρου, που φτάνει τα 20 στρέμματα, μόνο ένα ελάχιστο τμήμα έχει ανασκαφεί, κυρίως στο χώρο της Βασιλικής Α.
Βασιλική Α
Το μόνο ανασκαμμένο μνημείο του χώρου βρίσκεται στο βορειότερο τμήμα της νησίδας. Είναι ένας χριστιανικός ναός που ακολουθεί τον κυρίαρχο αρχιτεκτονικό ρυθμό των παλαιοχριστιανικών χρόνων, αυτόν της βασιλικής. Συγκεκριμένα, πρόκειται για μια τρίκλιτη βασιλική, με τριμερές εγκάρσιο κλίτος στα ανατολικά και νάρθηκα στα δυτικά. Όλα τα δάπεδα του ναού, συνολικής έκτασης 330 τ.μ., είχαν αρχικά ψηφιδωτή διακόσμηση, από την οποία σήμερα σώζονται γύρω στα 200 τ.μ. Σε καλή κατάσταση διατηρήθηκαν τα ψηφιδωτά του νάρθηκα και του δυτικού κυρίως τμήματος του κυρίως ναού ενώ έχουν καταστραφεί σχεδόν ολοσχερώς τα δάπεδα του Ιερού.
Βασιλική Β
Γύρω στα 50 μ. νότια της Βασιλικής Α διακρίνεται τμήμα ισχυρής τοιχοποιίας που φτάνει σε ύψος έως 50 εκ. πάνω από την επιφάνεια του εδάφους. Ο καθαρισμός των ερειπίων απέδειξε ότι πρόκειται για τμήμα αψίδας Ιερού, η οποία ανήκει σε έναν δεύτερο παλαιοχριστιανικό ναό. Αν και για τον καθορισμό του ακριβούς αρχιτεκτονικού τύπου και της έκτασης του μνημείου απαιτείται πλέον συστηματική ανασκαφική έρευνα, από τα ορατά λείψανα γίνεται φανερό ότι πρόκειται για μια μεγάλων διαστάσεων βασιλική, πιθανώς μεγαλύτερης έκτασης από την Βασιλική Α. Όπως και η Βασιλική Α, διαθέτει ενισχυτικές αντηρίδες στο εξωτερικό της αψίδας ενώ δείγματα ψηφιδωτών δαπέδων αποκαλύφθηκαν στο ανατολικό τμήμα της, είναι δε πολύ πιθανόν ανάλογη διακόσμηση να υπάρχει και στα υπόλοιπα δάπεδα του μνημείου.
Πύργος
Στο νοτιότερο άκρο του αρχαιολογικού χώρου, δίπλα ακριβώς στην ανατολική κοίτη του ποταμού, υψωνόταν ένας οκταγωνικός πύργος οχύρωσης. Από τον πύργο, σώζεται μόνο η κατώτερη στάθμη θεμελίωσής του. Γίνεται ωστόσο φανερό ότι πρόκειται για μια ισχυρή αμυντική κατασκευή, η οποία μάλιστα συνδεόταν με τείχος, τμήματα του οποίου εντοπίστηκαν τόσο στην δυτική πλευρά του πύργου, όσο και στην ανατολική, όπου σήμερα χάνεται μέσα στην κοίτη του ποταμού. Η ακριβής πορεία του τείχους δεν έχει ακόμα διευκρινιστεί ούτε φυσικά η έκταση του χώρου που περιέκλειε, ωστόσο η ύπαρξη ισχυρής οχύρωσης κάνει πλέον φανερό ότι στον αρχαιολογικό χώρο της Οπάγιας Δολιανών έχει εντοπιστεί ένα σημαντικό τειχισμένο οικιστικό σύνολο.