Η πυκνή βλάστηση, απαραίτητα για τη βοσκή και το κυνήγι, τα ομαλά κλιμακωτά άνδηρα, κατάλληλα για την ανάπτυξη της γεωργίας, το νερό, ο ποταμός Γορμός και οι πηγές του, προσφέρουν πολύ νωρίς, ήδη από την Ύστερη Νεολιθική εποχή, τις αναγκαίες και ικανές προϋποθέσεις για την εγκατάσταση του ανθρώπου στην κοιλάδα του Γορμού. Ο χώρος αυτός χρησιμοποιείται και σήμερα ακριβώς κατά τον ίδιο τρόπο, και μάλιστα κυνηγοί και βοσκοί είναι αυτοί που πρώτοι εντόπισαν αρχαίους τάφους και τους υπέδειξαν τους αρχαιολόγους. Στις υπώρειες της Μερόπης και του βουνού Κουτσόκρανο, βρίσκεται ο εκτεταμένος αρχαιολογικός χώρος της κοιλάδας του ποταμού Γορμού. Δυσπρόσιτος κατά ένα μεγάλο μέρος του στον σημερινό επισκέπτη, είναι ο δεύτερος σε σπουδαιότητα για την προϊστορική εποχή, μετά από αυτόν του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων. Πλήθος θέσεων με επιφανειακά λείψανα, μαρτυρούν τη συνεχή χρήση του χώρου από την προϊστορική εποχή και τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Συστάδες τύμβων (στη θέση Παλιουριά Παλαιόπυργου) μιλούν για μια συνήθεια ταφής των νεκρών που έχει τη ρίζα της στη Ρωσική στέπα. Τα ίχνη ενός κεραμικού κλίβανου στην Γκλάβα Κάτω Μερόπης χρονολογούνται από τον 11ο αιώνα π.Χ. Από εδώ περνούν φίλοι και εχθροί, καθώς η κοιλάδα του Γορμού αποτελεί φυσικό πέρασμα από την κοιλάδα του Δρίνου στην πεδιάδα του Καλπακίου και από εκεί στο Λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, ενώνοντας το Βορρά με το Νότο, τα δυτικά παράλια με την ενδοχώρα και την Ανατολή.
Πολύπαθο αλλά και πολυμήχανο, το Πωγώνι θα μοιραστεί τα πάθη και τις δόξες της «ευάνδρου» Ηπείρου. Κατ’ αρχάς, στους προϊστορικούς και στους πρώτους ιστορικούς χρόνους η περιοχή δεν ονομαζόταν «Πωγώνι». Το όνομα αυτό πιθανόν να το απόκτησε πολύ αργότερα, κατά τους βυζαντινούς χρόνους γύρω από στον 7ο αιώνα μ.Χ. Στην αρχαία εποχή, φαίνεται ότι αποτελούσε, κατά ένα μέρος του τουλάχιστον, τμήμα της χώρας των Μολοσσών, του ηπειρωτικού φύλου που συνέδεε την καταγωγή του με τον ομηρικό Αχιλλέα και τους γενναίους Μυρμιδόνες του, και που χάρισε στην ανερχόμενη μακεδονική δύναμη τη βασίλισσα Ολυμπιάδα, μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου (4ος αιώνας π.Χ.). Η δίψα για επέκταση, για κατάκτηση, των μακρινών και κοντινών γειτόνων είναι καθημερινό ψωμί, θα γεννήσει περιόδους εξάπλωσης και ακμής, σύντομες σχετικά, τις οποίες θα ακολουθήσουν περίοδοι αναταραχών, επιδρομών, συγκρούσεων και καταστροφών, που θα οδηγήσουν ως την ερήμωση.
Έτσι τον 3ο αιώνα π.Χ. ο βασιλιάς της Ηπείρου Πύρρος επεκτείνει τα όρια του βασιλείου ώς τη Μακεδονία, αλλά αποβιβάζεται και στην Ιταλία και απειλεί τη Ρώμη. Εξάλλου προελαύνει και προς τη Σπάρτη, την οποία μάταια επιχειρεί να καταλάβει. Στην επεκτατική δράση του θα θέσει τέρμα ένα μοιραίο κεραμίδι που θα του πετάξει στο κεφάλι από έναν εξώστη μια αγανακτισμένη γυναίκα στο Άργος. Θα ακολουθήσει περίοδος παρακμής, όπου τα ηπειρώτικα φύλα θα καλέσουν για βοηθούς στις μεταξύ τους συγκρούσεις με τους Ρωμαίους. Είναι πάγια τακτική που θα συνεχιστεί και τους επόμενους αιώνες, έως και τους νεότερους χρόνους. Η Ρωμαϊκή κατάσταση (167 π.Χ.), που θα περάσει από την οδό Κακαβιά – Καλπάκι, θα παραδώσει 70 πόλεις των Μολοσσών στα στρατεύματα του νικητή προς λεηλασία. Η χώρα ερημώνει. Ωστόσο η ιστορία θα μας παραδώσει ένα πολύτιμο στοιχείο για την οικονομική κατάσταση της περιοχής: το κέρδος κάθε στρατιώτη από τη λεηλασία δεν ξεπερνάει τις 10 δραχμές(!) όταν ο Οκταβιανός Αύγουστος, μετά τη ναυμαχία στο Άκτιο (31 π.Χ.), θα χτίσει τη Νικόπολη (κοντά στη σημερινή Πρέβεζα) και θα συγκεντρώσει εκεί όσο πληθυσμό μπορεί, θα θέσει χωρίς να το φαντάζεται τα θεμέλια ενός σημαντικού κέντρου του χριστιανισμού, που οι διάδοχοί του Ρωμαίοι Αυτοκράτορες με πείσμα θα πολεμήσουν.
Οι πρώτοι χριστιανικοί χώροι θα βρουν λοιπόν την υπόλοιπη Ήπειρο αραιοκατοικημένη. Ωστόσο ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Κωνσταντίνος ο Πωγωνάτος, επιστρέφοντας από στρατιωτικές επιχειρήσεις στην ιταλική χερσόνησο, θα περάσει –από που αλλού- από το Πωγώνι και εκεί κοντά στη σημερινή συνοριακή γραμμή που χωρίζει το ελληνικό από το αλβανικό Πωγώνι, θα ανοικοδομήσει εκ βάθρων συνδρομή και δαπάνη αυτού τη μονή της Μολυβδοσκεπάστου και θα θεμελιώσει την Πωγωνιανή. Βρισκόμαστε στον 7ο αιώνα μ.Χ. Τίποτε όμως δεν μπορεί να σταματήσει τους πολλών ειδών επιδρομείς και κατακτητές. Το Βυζαντινό θέμα της Παλαιάς και Νέας Ηπείρου υποφέρει. Οι νορμανδικές επιδρομές, από τον 11ο μ.Χ. αιώνα, διαδέχονται η μία την άλλη, οι εισβολείς περνούν και πάλι από το Πωγώνι.
Την ταραγμένη περίοδο ακολουθούν δύο περίπου αιώνες ακμής χάρη στην ίδρυση του Δεσποτάτου της Ηπείρου, που κάποια στιγμή περιλαμβάνει ακόμη και την Πελοπόννησο και τη Μακεδονία. Χτίζονται κάστρα, εκκλησίες, μοναστήρια και στο Πωγώνι καθιερώνεται, στις αρχές του 14ου αιώνα, η ετήσια εμποροπανήγυρις της Διπολίτσας που διαρκεί ένα μήνα, γύρω στο 15αύγουστο και που θα μεταφερθεί στα τέλη του 18ου αιώνα από τον Αλή Πασά στα Γιάννενα, για να συνεχιστεί ως τις μέρες μας (κατά τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη). Ήδη όμως από τα μέσα του 14ου αιώνα και τη συντριβή της δύναμης των Σέρβων στο Κοσσυφοπέδιο, στο βυζαντινό έδαφος περιπλέκεται η ιστορία ποικίλων κρατών και εθνικοτήτων : ελληνικής. Αλβανικής, σερβικής, γαλλικής και ιταλικής. Οι κάτοικοι του Πωγωνίου αρχίζουν να μεταναστεύουν, κυρίως ο ανδρικός πληθυσμός, ο οποίος διαπρέπει, ακόμα και μετά την οθωμανική κατάκτηση (15 ος αιώνας), στις παραδουνάβιες περιοχές, τόσο εμπόριο όσο και στα γράμματα. Πολύ νωρίς, από τον 15 ο αιώνα, χτίζει μονές και συγκροτήματα εργαστηρίων και ξενώνων στη Ρουμανία, και με τα εισοδήματα από αυτά εξασφαλίζει την επιβίωση των ανθρώπων και των μοναστηριών στο Πωγώνι. Οι γυναίκες, που έχουν μείνει πίσω, δεν κρατούν μόνο το σπιτικό, το λαχανόκηπο και τα οικόσιτα ζώα, αναλαμβάνουν και το ρόλο του απουσιάζοντος συζύγου, πατέρα ή γιου. Η σκληρή εργασία αλλοιώνει την κατά γενική ομολογία απαράμιλλη ομορφιά τους. Καθ’ όλη τη διάρκεια της Οθωμανικής κατάκτησης η Ήπειρος δεν ησυχάζει στιγμή. Στάσεις και επαναστάσεις οδηγούν στην αφαίρεση των προνομίων από τους κατοίκους πολλών περιοχών της, προνομίων που το Πωγώνι ποτέ δεν απήλαυσε.
Ωστόσο η «αυτοκρατορία του Αλή Πασα», στα τέλη του 18ου αιώνα, που αυτή τη φορά φτάνει ώς το Ταίναρο και περιλαμβάνει όλη τη Στερεά Ελλάδα, δημιουργεί κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη του εμπορίου. Μετά την πτώση του, αλβανικά στήθη του θα απογυμνώνουν το Πωγώνι, το Ζαγόρι, την Κόνιτσα.
Πολύ αργότερα, ώς συνέπεια της πνευματικής ακμής του, το Πωγώνι με τα τόσα σχολεία και Παρθεναγωγεία θα δώσει στον Χριστιανισμό έναν Οικουμενικό Πατριάρχη, τον Αθηναγόρα (1948-1972). Με χαρά οι φιλόξενοι κάτοικοι θα σας δείξουν το πατρικό του σπίτι στο Βασιλικό (πρώην Τσαραπλάνα). Και αν οι κήποι των ξεχασμένων αυτών χωριών σας εκπλήσσουν, μην απορείτε: επί αιώνες οι πωγωνήσιοι κηπουροί έστηναν τους θρυλικούς μπαξέδες της Κωνσταντινούπολης.